- ἀδορυφόρητος
- ἀδορῠφόρητος, ον,A without body-guard, Arist.Pol.1315b28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδορυφόρητος — ἀδορυφόρητος, ον (Α) [δορυφορῶ] αυτός που δεν έχει δορυφόρους, δηλ. σωματοφύλακες, αυτός που δεν έχει συνοδεία σωματοφυλάκων ή που δεν φυλάσσεται από αυτούς … Dictionary of Greek
ἀδορυφόρητος — without body guard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδορυφόρητον — ἀδορυφόρητος without body guard masc/fem acc sg ἀδορυφόρητος without body guard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδορυφόρητα — ἀδορυφόρητος without body guard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδορυφόρητοι — ἀδορυφόρητος without body guard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYPSELUS — I. CYPSELUS Rex Arcadiae, potentiam Heraclidarum veritus, generum sibi Cresphontem ascivit, filium Aristomachi. Pausan. l. 4. et 8. Quâ affinitate etiam tutus mansit, reliquis omnibus e Pelopouneso Heraclidarum vi pulsis. Ei successit Laias.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αγασικλής — Όνομαιστορικών προσώπων. 1. Α. ή Ηγησικλής, βασιλιάς της Σπάρτης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αρχίδαμο το 600 ή 590 π.Χ. και έκανε έναν ατυχή πόλεμο με τους Τεγεάτες. Στη συλλογή λακωνικών αποφθεγμάτων, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, υπάρχουν… … Dictionary of Greek